αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από … Dictionary of Greek
Nestinarstvo — Nestinari in Strandzha Nestinarstvo (Bulgarian: нестинарство, Greek: αναστενάρια, anastenária) is a ritual originally performed in several Bulgarian and Greek speaking villages in the Strandzha Mountains close to the Black Sea coast in the ver … Wikipedia
Anastenaria — The Anastenaria (Bulgarian Нестинарство, Greek Αναστενάρια) is a traditional fire walking ritual annually re enacted in some villages in Northern Greece and Southern Bulgaria. The communities which celebrate this ritual are descended from… … Wikipedia
Нестинарство — Нестинар в Несебыре Нестинарство (болг. нестинарство, греч … Википедия
Нестинары — Нестинарство (болг. нестинарство, греч. αναστενάρια, анастенария), нестинары религиозно культурный феномен, характерный для части Болгарии, относящейся к исторической области Фракия. Центром нестинарства является регион, расположенный на крайнем … Википедия
αναστενάρης — ο μέλος της ομάδας που τελεί τα αναστενάρια* … Dictionary of Greek
πυροβασία — η, Ν [πυροβάτης] το βάδισμα πάνω σε αναμμένα κάρβουνα ως κύριο χαρακτηριστικό τής τέλεσης εορτών που σχετίζονται με τη φωτιά, όπως λ.χ. είναι ένα ιδιότυπο λαϊκό λατρευτικό έθιμο, τα Αναστενάρια … Dictionary of Greek
Λαγκαδάς — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 110 μ., 7.215 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 20 χλμ. ΒΑ της πόλης της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η κωμόπολη του Λ. έχει καλή ρυμοτομία,… … Dictionary of Greek